εκλέκτορας

εκλέκτορας
ο
1. αυτός που έχει το δικαίωμα να εκλέγει.
2. ηγεμόνας ή επίσκοπος κράτους της γερμανικής ομοσπονδίας που είχε δικαίωμα ψήφου στην εκλογή του αυτοκράτορα της Γερμανίας (14ος -19ος αι.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • δούμα — Η πρώτη ρωσική αντιπροσωπευτική βουλή, που προέκυψε έπειτα από παραχώρηση του τσάρου Νικολάου Β’, μετά την επανάσταση του 1905. Η δ., που συνιστούσε την κάτω βουλή, λειτουργούσε παράλληλα με την άνω βουλή, που ονομαζόταν Αυτοκρατορικό Συμβούλιο.… …   Dictionary of Greek

  • Ερνέστος-Αύγουστος — I (Ernst Augustus, 1629 – 1698). Εκλέκτορας του Ανόβερου. Ήταν ο νεότερος γιος του δούκα Γεωργίου. Ως Διαμαρτυρόμενος επίσκοπος του Όσναμπρουκ, πήρε μέρος στον θρησκευτικό πόλεμο κατά της Γαλλίας όπου και διακρίθηκε. Ήταν φίλος και προστάτης του… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Σταθερός — (Μάισεν 1468 – Σβάινιτς 1532). Πρίγκιπας εκλέκτορας της Σαξονίας (1525 32). Ήταν γιος του Ερνέστου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο αμέσως μετά τον θάνατό του μαζί με τον αδελφό του, Φρειδερίκο τον Σοφό. Όταν πέθανε και ο Φρειδερίκος, ο I. ο Σ.… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”